ποδόφυλλο

ποδόφυλλο
(podophyllum). Δικότυλο φυτό της οικογένειας των βερβεριδών, με 5 είδη, που ευδοκιμούν στην Αμερική, Ιμαλάια και Κίνα. Είναι πόες πολυετείς και φρυγανώδεις, με ριζωματώδη κορμό, φύλλα στρογγυλά και άνθη λευκά με βαριά μυρουδιά. Ο καρπός τους είναι ρώγα κιτρινωπή και πολύσπερμη. Είναι φυτά κοσμητικά και φαρμακευτικά, που διαθέτουν μια πικρή ρητινώδη ουσία, πολύ τοξική, την ποδοφυλλίνη, που χρησιμοποιείται ως καθαρτικό και εμετικό. Καλλιεργούνται εύκολα και πολλαπλασιάζονται με σπορά. Από τα πιο αξιόλογα είδη είναι τοπ. το πελτόφυλλο, που παράγει περισσότερη ποδοφυλλίνη το π. το εμόδιο, ιθαγενές των Ιμαλαΐων, με χρώμα ορείχαλκου και άνθη λευκά ή ρόδινα και τοπ. το πολύμορφο, με μεγάλα φύλλα και άνθη.
* * *
το, Ν
βοτ. αγγειόσπερμο δικότυλο φυτό τής οικογένειας βερβερίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. podophyllum (< πους, ποδός + φύλλο). Η λ., στον λόγιο τ. ποδόφυλλον, μαρτυρείται από το 1875 στον Θ. Αφεντούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ποδοφυλλίνη — η, Ν (βιοχ.) ρητίνη που εξάγεται από τα ριζώματα τού φυτικού είδους Podophyllum peltatum και χρησιμοποιείται ως καθαρτικό, χολαγωγό κυρίως όμως για τη θεραπεία αφροδίσιων νόσων, καθώς και στην αντικαρκινική χημειοθεραπεία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ …   Dictionary of Greek

  • ποδοφυλλοτοξίνη — η, Ν (βιοχ.) ένωση που βρίσκεται στο φυτό Podophyllum peltatum και χρησιμοποιείται στην αντικαρκινική χημειοθεραπεία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. podophyllotoxine (< ποδόφυλλο* + τοξίνη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”